Τα αντανακλαστικά και οι επιπτώσεις της παραμονής τους, της διατήρησής τους.
Στους πρώτους μήνες της νεογνικής ηλικίας, τα μωρά εμφανίζουν ορισμένα αντανακλαστικά, τα οποία συνήθως με το πέρασμα των μηνών εξαλείφονται. Τα αντανακλαστικά αυτά χρησιμοποιούνται ως ορόσημα στην κινητική ανάπτυξη των μωρών και συνήθως εξετάζονται από τον παιδίατρο. Ο παιδίατρος παρακολουθεί την εμφάνιση και την εξάλειψη των αντανακλαστικών και μπορεί να προειδοποιήσει για οποιαδήποτε ψυχοκινητική καθυστέρηση, υποτονία ή υπερτονία και μπορεί να παραπέμψει για πρώιμη παρέμβαση.
Τι συμβαίνει όμως αν τα αντανακλαστικά αυτά διατηρηθούν και παραμείνουν; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην νηπιακή / σχολική ηλικία ενός παιδιού;
Αρχικά, προτού αναφερθούμε στις επιπτώσεις, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ποια είναι αυτά τα αντανακλαστικά:
- Ασύμμετρο Τονικό Αυχενικό Αντανακλαστικό (Asymmetrical Tonic Neck Reflex)
- Συμμετρικό Τονικό Αυχενικό Αντανακλαστικό (Symmetrical Tonic Neck Reflex)
- Τονικό Λαβυρίνθιο Αντανακλαστικό (Tonic Labyrinthine Reflex)
- Αντανακλαστικό Moro (Moro Reflex)
- Αντανακλαστικό Spinal Galant (Spinal Galant Reflex)
- Αντανακλαστικό Landau (Landau Reflex)
- Αντανακλαστικό Παλαμιαίας Σύλληψης (Palmar Grasp Reflex)
- Αντανακλαστικό Αναζήτησης (Rooting Reflex)
To Ασύμμετρο Τονικό Αυχενικό Αντανακλαστικό μπορεί να είναι εμφανές αμέσως μετά τη γέννηση μέχρι τον 2ο μήνα και αρχίζει να ατονεί από τον 4ο με τον 6ο μήνα. Η παραμονή του αντανακλαστικού σε περιπτώσεις νευρομυϊκών διαταραχών και σε συνδυασμό με το διαταραγμένο μυϊκό τόνο, επηρεάζει το βρέφος καθώς δεν του επιτρέπει την ανάπτυξη της συμμετρικής θέσης, της συλληπτικής ικανότητας, του ρολλαρίσματος, της κατάκτησης της καθιστής θέσης και της βάδισης. Η έλλειψή του ή η ασθενής παρουσία του, εμποδίζει τον κινητικό σχεδιασμό και την αμφίπλευρη οργάνωση. Η παραμονή του σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, φέρνει συνέπειες στον γραφοκινητικό τομέα, στην ανάγνωση, στον οπτικοκινητικό συντονισμό και στην πλευρική προτίμηση.
Το Συμμετρικό Τονικό Αυχενικό Αντανακλαστικό εμφανίζεται από τον 4ο με 6ο μήνα και ατονεί από τον 8ο με 12ο μήνα. Η παραμονή του αντανακλαστικού εμποδίζει την ανεξάρτητη κίνηση των άνω άκρων, με αποτέλεσμα την έλλειψη του διαχωρισμού των κάτω άκρων κατά το έρπισμα ή το μπουσούλισμα. Επιπλέον, παρεμποδίζεται η καθιστή, η τετραποδική και η όρθια θέση, διότι ακινητοποιούνται τα άκρα με κάθε καμπτική ή εκτατική κίνηση του κεφαλιού. Η παραμονή του αντανακλαστικού μπορεί να έχει επίπτωση στην ικανότητα του παιδιού να μπουσουλήσει στα χέρια και στα γόνατα. Το μπουσούλισμα είναι ένα σημαντικό ορόσημο, διότι αναπτύσσει, εκτός των άλλων, και τον οπτικοκινητικό συντονισμό. Αργότερα, η ικανότητα αυτή θα είναι σημαντική στην ανάγνωση του παιδιού ώστε να μην χάνει τις λέξεις στη μέση της γραμμής, αλλά και στη γραφή ώστε να ακολουθεί οπτικά την κίνηση του χεριού. Οι δεξιότητες του οπτικοκινητικού συντονισμού και της εστίασης, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά το μπουσούλισμα, είναι οι ίδιες που το παιδί θα χρησιμοποιήσει κατά τη γραφή και την ανάγνωση. Άλλες επιπτώσεις της παραμονής του αντανακλαστικού, είναι η κακή στάση του σώματος, η τάση να «γλιστράει» το παιδί κατά την καθιστή θέση, ο φτωχός οπτικοκινητικός συντονισμός, η ακατάστατη σίτιση, η αδεξιότητα, η δυσκολία στο πιάσιμο της μπάλας, ο αργός ρυθμός στην αντιγραφή από τον πίνακα, η υπερκινητικότητα και η αδυναμία προσοχής.
Το Τονικό Λαβυρίνθιο Αντανακλαστικό μπορεί να είναι εμφανές αμέσως μετά τη γέννηση και παραμένει ως τον 4ο και 6ο μήνα της ζωής, όπου βαθμιαία μετά ατονεί. Η παραμονή του αντανακλαστικού (ύπτιας θέσης) σε παιδιά τυπικής ανάπτυξης δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής. Όμως σε παιδιά με νευρομυϊκές διαταραχές, εμποδίζει την ανασήκωση της κεφαλής τους, τον ερχομό τους σε καθιστή θέση, την τοποθέτηση των χεριών τους στο κέντρο, το παιχνίδι και το ρολλάρισμα. Η παραμονή του αντανακλαστικού (πρηνής θέσης) συνήθως εμφανίζεται σε σχέση με διαταραγμένο μυϊκό τόνο (υπερτονικό ή υποτονικό). Εμποδίζει το παιδί να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα ενάντια στη βαρύτητα, ιδιαιτέρως να ανασηκώσει το κεφάλι του, να εκτείνει τη σπονδυλική στήλη και να ελευθερώσει τα χέρια του (τα οποία βρίσκονται σε προσαγωγή κάτω από το στήθος του). Επίσης, εμποδίζει το παιδί να έρθει σε τετραποδική θέση και σε καθιστή θέση. Τέλος, ο ελλιπής έλεγχος του κεφαλιού δεν επιτρέπει την ανάπτυξη των λειτουργιών σίτισης και της ομιλίας. Το αντανακλαστικό συνδέεται με την ισορροπία και τον μυϊκό τόνο. Οπότε, η παραμονή του επηρεάζει την ισορροπία και τις δεξιότητες αδρής κινητικότητας. Οι επιπτώσεις της παραμονής του Τ.Λ.Α. περιλαμβάνουν κακή στάση σώματος, φτωχό έλεγχο κορμού, τάση για βάδιση στις μύτες των ποδιών, αδυναμία σε δεξιότητες με μπάλες, φτωχή/αδύναμη άρθρωση και ακοή (εξαιτίας της επέκτασης της γλώσσας μέσα στο στόμα, παραμορφώνεται η προφορά), αδυναμία στην ισορροπία και τη χωρική επίγνωση, δυσκολία συγκέντρωσης, δυσκολίες μυϊκού τόνου, δυσπραξία, κακός έλεγχος ρυθμού, συχνά χτυπήματα πάνω σε αντικείμενα και ανθρώπους.
Το Αντανακλαστικό Moro είναι ιδιαίτερα εμφανές αμέσως μετά τη γέννηση μέχρι τον 2ο μήνα και συνήθως ατονεί μετά τον 4ο με 6ο μήνα. Όταν απουσιάζει, όταν είναι άτονο ή ασύμμετρο, δηλώνει δυσλειτουργία. Συνήθως απουσιάζει σε περιπτώσεις υποτονίας ή σοβαρής ψυχοκινητικής καθυστέρησης. Στα βρέφη με σπαστικής μορφής ημιπληγίας, εκδηλώνεται ασύμμετρα. Η παραμονή του αντανακλαστικού σε παιδιά νηπιακής / σχολικής ηλικίας, θα φέρει προβλήματα στο συντονισμό, την ισορροπία, τη διαδοχικότητα, τη μνήμη και την ανάγνωση. Επιπλέον, πιθανόν να εμφανιστούν δυσκολίες και στον αισθητηριακό τομέα, όπως ευαισθησία σε δυνατούς θορύβους, σε έντονο φωτισμό, στο άγγιγμα και στα φαγητά.
Το Αντανακλαστικό Spinal Galant μπορεί να είναι εμφανές αμέσως μετά τη γέννηση μέχρι τον 2ο μήνα και αρχίζει να ατονεί από τον 1ο ως τον 2ο μήνα. Συνήθως παραμένει σε περιπτώσεις υπερτονίας, κυρίως σε αθετώσεις. Η απουσία του αντανακλαστικού παρατηρείται κυρίως σε σοβαρές υποτονίες. Η διατήρηση του αντανακλαστικού μπορεί να εμφανίσει στο παιδί ανησυχία, νευρικότητα, υπερκινητικότητα, ανικανότητα να καθίσει ακίνητο, τάση για δυσαρέσκεια σφιχτών ρούχων γύρω από τη μέση, φτωχή συγκέντρωση, δυσκολία στη διατήρηση προσοχής και βραχεία μνήμη. Τέλος, η παραμονή του αντανακλαστικού συνδέεται με την ενούρηση στο κρεβάτι (bedwetting) αλλά και με την εμφάνιση σκολίωσης.
Το Αντανακλαστικό Landau παρουσιάζεται τον 3ο με 4ο μήνα και αρχίζει να ατονεί ανάμεσα στον 1ο και 2ο χρόνο. Η απουσία του αντανακλαστικού, συνδέεται με κινητική αδυναμία, υποτονία και νοητική υστέρηση. Η πρώιμη ή η υπερβολική εμφάνιση του αντανακλαστικού συνδέεται με τη σπαστικότητα. Η αργοπορία στην εμφάνιση του αντανακλαστικού καθυστερεί την ανάπτυξη του εκτατικού τόνου στην πρηνή θέση και, συνεπώς, την ανάπτυξη της καθιστής και όρθιας στάσης. Στη μετέπειτα ανάπτυξη των παιδιών, θα παρουσιαστούν δυσκολίες που αφορούν τη μνήμη, τη συγκέντρωση, τη στάση του σώματος, τον μυϊκό τόνο, την κίνηση και μπορεί να παρουσιαστεί και βάδιση στις μύτες των ποδιών.
Το Αντανακλαστικό της Παλαμιαίας Σύλληψης εμφανίζεται τις πρώτες μέρες μετά τη γέννηση και αρχίζει να ατονεί μετά τον 4ο ως τον 6ο μήνα. Η απουσία του αντανακλαστικού σημαίνει βλάβη του νευρικού συστήματος, ενώ η παραμονή του αντανακλαστικού μετά τον 3ο μήνα, σημαίνει βλάβη του πυραμιδικού συστήματος, ένδειξη σπαστικής εγκεφαλικής παράλυσης. Επιπλέον, η διατήρησή του σε μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά, θα εμποδίσει την ικανότητα άφεσης του αντικειμένου και την ανάπτυξη της συλληπτικής ικανότητας (λεπτό συντονισμό άνω άκρων). Επιπλέον, θα έχει ως αποτέλεσμα τον φτωχό συντονισμό των λεπτών κινήσεων, την αδύναμη λαβή του μολυβιού, τις γραφοκινητικές δυσκολίες, την κακή στάση του σώματος όταν χρησιμοποιούνται τα χέρια, τη δυσκολία του οπτικού συντονισμού και την αδεξιότητα των λεπτών κινήσεων.
Το Αντανακλαστικό της Αναζήτησης είναι εμφανές από τη στιγμή της γέννησης και αρχίζει να αναστέλλεται στον 3ο με 4ο μήνα. Η παραμονή του αντανακλαστικού, μπορεί να περιλαμβάνει προβλήματα στο λόγο, στη γραφή, διαταραχές σίτισης και προβλήματα με το θυροειδή. Τα παιδιά στα οποία το αντανακλαστικό έχει διατηρηθεί, συχνά θέλουν να έχουν κάτι στο στόμα τους, όμως είναι ευαίσθητα στις υφές και έχουν δυσκολία με τις στέρεες τροφές. Αυτά τα παιδιά συνήθως βάζουν πλαστικά αντικείμενα στο στόμα τους και δυσκολεύονται να διαμορφώσουν σωστά τα λόγια τους. Η παραμονή του αντανακλαστικού μπορεί να φέρει τη γλώσσα πολύ μπροστά στο στόμα, πράγμα που θα φέρει δυσκολίες στο παιδί στην κατάποση και τη μάσηση της τροφής. Το αντανακλαστικό της αναζήτησης είναι στενά συνδεδεμένο με το αντανακλαστικό της σύλληψης και για αυτό το χέρι και στο στόμα μπορούν να επηρεάσουν το ένα το άλλο.
Πηγές: Integrated Learning Strategies, Solve Learning Disabilities, Εργοθεραπεία σε παιδιά και εφήβους με νευρομυϊκές διαταραχές
Επιμέλεια: Φουστέρη Αργυρώ, Εργοθεραπεύτρια
Καταχώρηση Μηνύματος