Η σημασία του «να λέμε λίγα»… στη συζήτηση με τα παιδιά!
Τα τελευταία χρόνια όπου οι επιστήμες γύρω από το παιδί (π.χ. παιδαγωγική, ψυχολογία κ.ο.κ.) έχουν εξελιχθεί πολύ και οι έρευνες διαδέχονται η μια την άλλη, συνδυαστικά και με το γεγονός του ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, ακούμε όλο και συχνότερα τη φράση «σήμερα πρέπει να μιλάμε-συζητάμε πολύ με τα παιδιά». Η συνέχεια περιλαμβάνει ενήλικες οι οποίοι νιώθουν περήφανοι και καλύτεροι γονείς, εκπαιδευτικοί, προπονητές κ.α. επειδή όπως λένε «εμείς δεν είμαστε όπως οι παλιοί, εμείς συζητάμε με τα παιδιά, γιατί σήμερα αυτά απαιτούν συζήτηση». Είναι όμως απολύτως σωστό αυτό; Πρέπει να λειτουργούμε έτσι και τελικά πως μεταφράζεται αυτό στη συμπεριφορά όλης αυτής της γενιάς των παιδιών, στη συμπεριφορά που αυτά θα έχουν ως ενήλικες άνθρωποι;
Πλεονεκτήματα συζήτησης:
Γενικότερα μιλώντας δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η συζήτηση και η επικοινωνία φέρνει κοντύτερα τους ανθρώπους, τους κάνει να αντιλαμβάνονται καλύτερα ο ένας τα θέλω του άλλου, βοηθάει στο να αντιλαμβανόμαστε το σκεπτικό και τις προθέσεις των άλλων, βοηθάει στο να μην παρανοούμε πράγματα και κυρίως στην καλύτερη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μέσα από τα παραδείγματα και την επεξήγηση των κανόνων.
Στο σημείο αυτό όμως θα πρέπει να προσδιορίσουμε το τι σημαίνει «μιλάω με ένα παιδί». Γιατί υπάρχει υγιής και εποικοδομητική επικοινωνία αλλά ασφαλώς, υπάρχει και μη εποικοδομητική. «Μιλάω με ένα παιδί» σημαίνει ότι: το κατανοώ, του δείχνω ενσυναίσθηση, του εξηγώ γιατί πρέπει και γιατί δεν πρέπει, απαντώ στις ερωτήσεις του και το κάνω να αισθάνεται ότι είμαι εκεί και ότι δεν το αγνοώ.
Είναι όμως αυτό που συμβαίνει όταν ακούμε όλο και συχνότερα τη φράση «μιλάω με το παιδί μου»; Από την εμπειρία μου στο στίβο των συνεδριών όλα αυτά τα χρόνια θα έλεγα με μεγάλη βεβαιότητα ΌΧΙ.
Κυριότερα σφάλματα στην επικοινωνία μας με τα παιδιά:
Πολλές φορές, για διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση λόγους (είτε δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, είτε επειδή καλύπτουμε βαθύτερες δικές μας ανικανοποίητες ανάγκες, είτε επειδή παρανοούμε πράγματα που διαβάζουμε κ.τ.λ.), δεν συζητάμε όπως εποικοδομητικά θα έπρεπε με τα παιδιά μας αλλά δημιουργούμε στη σχέση μας με το παιδί μας συνθήκες οι οποίες δεν θα το βοηθήσουν καθόλου μεγαλώνοντας.
Σε μια προσπάθεια επεξήγησης της ως άνω θέσης, θα αναφέρω με παραδείγματα τα συνηθέστερα ατοπήματα του μέσου γονιού στη σχέση του με το παιδί-δια του.
- «Εγώ με το παιδί μου είμαστε φίλοι»
Είμαστε όμως; Φυσικά και δεν είμαστε. Είμαστε οι γονείς του και όχι φίλοι. Γιατί μπορεί να αγαπάμε το παιδί μας, να του παίρνουμε δώρα, να του κάνουμε χατίρια, να συζητάμε μαζί του, να το συγχωρούμε κ.τ.λ. αλλά … ο γονιός δεν είναι σε θέση όμοια με το παιδί αλλά σε θέση λίγο πάνω από το παιδί. Και εκεί πρέπει να στέκεται για να μπορεί να εμπνεύσει στο παιδί του σιγουριά και ασφάλεια, αισθήματα ιδιαιτέρως σημαντικά για την υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του κάθε παιδιού.
- «Εγώ του μιλάω πολύ και του εξηγώ όταν το οριοθετώ-βάζω τιμωρία»
Πρέπει να του μιλάμε πολύ όμως; Μάλλον όχι. Στα παιδιά πρέπει να εξηγούμε πάντοτε γιατί και πως, με λόγια κατανοητά σε σχέση με την ηλικία τους. Ωστόσο η εξήγηση αυτή πρέπει να είναι συγκεκριμένη, σχετική με το θέμα, ουσιαστική και να μην επαναλαμβάνεται συνέχεια. Η συχνή επανάληψη πολλές φορές το μόνο που πετυχαίνει είναι να κάνει τα παιδιά να νιώθουν ότι δεν είναι σημαντικό αυτό που τους λέμε, ότι ίσως να μην είμαστε πολύ σίγουροι, ίσως κάτι να αλλάξει αν το πολυσυζητήσουμε (σε σχέση με κάποιον κανόνα στο σπίτι π.χ.) και το σημαντικότερο όλων είναι ότι απομυθοποιούν το γονιό ως πυλώνα ασφάλειας και σιγουριάς στο σπίτι. «Δεν μπορεί να ξέρει ο γονιός ότι κάτι είναι σίγουρα έτσι όπως μου λέει, αν το λέει συνέχεια και όταν δεν το κάνουμε να μην συμβαίνει και τίποτα στο τέλος», θα σκεφτεί δικαίως ένα παιδί. Όταν ένα παιδί έχει συνηθίσει να ακούει κάτι 100 φορές (π.χ. πήγαινε να βουρτσίσεις τα δόντια σου) και να μην το πράττει, κάθε επόμενο ζητούμενο γι’ αυτό δεν είναι κανόνας αλλά απλά «θόρυβος» στα αυτιά του. Αυτό είναι και το σημείο κατά το οποία ο γονιός έχει σχεδόν χάσει το σεβασμό του παιδιού του.
- «Εγώ συζητάω μαζί του τα πάντα»
Πρέπει να συζητάμε με τα παιδιά μας τα πάντα; Μάλλον όχι. Οι ρόλοι στην οικογένεια πρέπει να είναι ξεκάθαροι. Ο γονείς είναι γονείς και τα παιδιά είναι παιδιά. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να μένουν μεταξύ των γονιών για μια σειρά από λόγους (ενδεικτικά αναφέρω: τα παιδιά ανάλογα με την ηλικία τους δεν είναι πάντα σε θέση να αξιολογήσουν τα προβλήματα των ενηλίκων, την οικονομική διαχείριση του σπιτιού κ.α.), όπως και πράγματα τα οποία τα παιδιά πρέπει να κρατούν για τον εαυτό τους και να μοιράζονται με τους φίλους τους (π.χ. θέματα της εφηβείας – εφόσον φυσικά το παιδί δεν είναι εκτεθειμένο σε κάποιο κίνδυνο κ.τ.λ.).
Ένα παιδί που έχει «εκπαιδευτεί» με σχεδόν καταναγκαστικό-εξαρτητικό τρόπο να συζητάει τα πάντα με τους γονείς του κινδυνεύει να μην εξελιχθεί σε έναν ανεξάρτητο και υγιή ενήλικα, καθώς δεν θα έχει μάθει να: σκέφτεται μόνο του, να παίρνει πρωτοβουλίες, να αναπτύξει την κρητική του σκέψη, να κοινωνικοποιηθεί (για παράδειγμα δε χρειάζομαι φίλους, έχω τη μαμά που τα λέμε όλα), να μπορεί να πάει να σπουδάσει σε άλλη πόλη, να φύγει από την πατρική οικεία για να ανοίξει το δικό του σπιτικό κ.α. Γενικότερα θα έλεγα ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει…
Ολοκληρώνοντας θα έλεγα ότι για τις γενιές μας αδιαμφισβήτητα είναι μια πολύ σημαντική και μεγάλη πρόοδος η εμφάνιση και η καλλιέργεια της επικοινωνίας με τα παιδιά μας. Κάτι που σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις ήταν έως και ανύπαρκτο στις οικογένειες του παρελθόντος. Ωστόσο δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η επικοινωνία για να εξυπηρετήσει το σημαντικότατο σκοπό της, θα πρέπει να διεξάγεται με κανόνες ορθότητας (όπως οι προαναφερθέντες). Γιατί μόνο έτσι το «μιλάω με το παιδί μου» θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα και θα ωφελήσει στο χτίσιμο μιας υγιούς προσωπικότητας ενός ανεξάρτητου ενήλικα. Γιατί ο σκοπός του υγιούς γονιού είναι να διαπαιδαγωγήσει το παιδί του με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί «να βγει εκεί έξω μεθαύριο και να επιβιώσει ως ένας ευτυχισμένος, ανεξάρτητος άνθρωπος». Πρέπει να μιλάμε με τα παιδιά μας, αλλά να λέμε με σοβαρότητα, ευγένεια και σεβασμό όσα χρειάζεται και πρέπει (ως γονείς).
Θα κλείσω παραθέτοντας μια παλιά (και συνάμα σοφή) ελληνική παροιμία που στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα με το σκεπτικό μας: Τα πολλά λόγια είναι φτώχια…
Κωστόπουλος Παναγιώτης
Ψυχολόγος
Υποψήφιος Διδάκτωρ Παν/μιου Αθηνών
Επιστημονικός διευθυντής εταιρείας
Αμφιάραος Παιδί & Οικογένεια ΕΠΕ
Καταχώρηση Μηνύματος