Η πρώτη επαφή με το βρέφος

Η πρώτη επαφή με το βρέφος

Είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς πόσο κρίσιμες και σημαντικές είναι οι πρώτες στιγμές, οι πρώτες ημέρες, οι πρώτοι μήνες της ζωής ενός βρέφους και πόση σημασία θα έχει για την μετέπειτα ζωή του η αλληλεπίδραση που θα συντελεστεί σε αυτή τη πρώτη επαφή με τη μητέρα του.

 

Όλα τα βρέφη από τις πρώτες στιγμές της ζωής τους δέχονται άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα ένα πλήθος εντυπώσεων από το περιβάλλον τους και κυρίως από τη μητέρα ή τον/την τροφό τους. Η ανάπτυξη τους πραγματοποιείται κάτω από την επίδραση των συνθηκών της ζωής τους και της αγωγής που τους δίνουμε, καθώς και των ερεθισμάτων, της προσοχής που τους προσφέρουμε. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, πως ακόμα και παιδιά που γεννιούνται με σοβαρές παθήσεις συνοδευόμενες ακόμα και από νοητική καθυστέρηση, μπορούν να έχουν μια πολύ ελπιδοφόρα εξέλιξη εάν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν είναι πλούσιο σε ερεθίσματα.

 

Τα βρέφη στο ανθρώπινο είδος έχουν την ανάγκη της φροντίδας των ενηλίκων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου. Δηλαδή τα βρέφη είναι απόλυτα εξαρτημένα από τους γονείς τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Ανάμεσα στη μητέρα και στο βρέφος σχηματίζεται από τη πρώτη στιγμή που έρχεται στο κόσμο ένας ισχυρός δεσμός, ο οποίος είναικαθοριστικός για τη μετέπειτα ψυχολογική και συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού. Ο δεσμός αυτός ονομάζεται προσκόλληση.

 

Από βιολογική σκοπιά η προσκόλληση είναι για το βρέφος ένας τρόπος επιβίωσης. Τα βρέφη μετά την έξοδό τους από τη μήτρα της μητέρας και τη προστασία που τους παρείχε αυτή, νιώθουν αβοήθητα και αναπτύσσουν ένα έντονο αίσθημα φόβου. Νιώθουν την ανεπάρκειά τους να επιβιώσουν χωρίς τη φροντίδα κάποιου και το μόνο πρόσωπο που τους παρέχει ηρεμία και προστασία είναι η μητέρα . Τα βρέφη λοιπόν σε αυτή τη φάση αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο και αναζητούν συνεχώς την ασφάλεια που ένιωθαν μεγαλώνοντας μέσα στη μήτρα της μητέρας. Επομένως σε περίπτωση που νιώσουν πως η μητέρα απομακρύνεται από εκείνα και δεν είναι πια προσβάσιμη, νιώθουν αμέσως τον κίνδυνο και την απειλή και ενεργοποιούν συμπεριφορέςόπως το κλάμα. Σκοπός τους είναι να προστατευτούν. Να ξαναέλθει πάλι κοντά τους η μητέρα τους και να νιώσουν και πάλι ασφάλεια.

 

Αποτελέσματα μακροχρόνιων ερευνών έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές δεσμού προσκόλλησης ανάμεσα σε μητέρα και βρέφος. Οι διαφορετικές μορφές δεσμού που παρουσιάζουν τα βρέφη σχετίζονται άμεσα με τη ποιότητα των αλληλεπιδράσεων και της συναισθηματικής σχέσης που αναπτύσσουν με τη μητέρα τους ή το πρόσωπο που έχει αναλάβει να τα φροντίσει.

 

Υπάρχουν λοιπόν, 4 βασικοί τύποι οργάνωσης συμπεριφορώνπροσκόλλησης:

1. Ασφαλής προσκόλληση

Αυτή είναι και η πιο ομαλή μορφή προσκόλλησης. Είναι οι γονείς που φροντίζουν τα παιδιά με μεγάλη ευαισθησία, αγάπη, ανταπόκριση, συντονισμό, σταθερότητα, διαθεσιμότητα και αποδοχή. Δημιουργούν δηλαδή μια συντονισμένη και συνεργατική σχέση με τα βρέφη. Τα βρέφη νιώθουν ότι οι επιθυμίες και οι ανάγκες τους γίνονται κατανοητές από τους γονείς. Το βρέφος νιώθει ασφαλές όταν συμπεριφέρεται ελεύθερα και οι υπόλοιποι το καταλαβαίνουν και ανταποκρίνονται στις ανάγκες του χωρίς όρους. Έτσι νιώθει τον εαυτό του αγαπητό και αποδεκτό από τους άλλους.

2. Αποφευκτική προσκόλληση

Σε αυτή τη μορφή προσκόλλησης τα βρέφη δεν είναι σίγουρα για το που βρίσκεται η μητέρα τους σε περίπτωση ανάγκης, αν θα επιστρέψει και ποιά θα είναι η στάση της όταν εκείνη επιστρέψει. Οι γονείς εδώ δυσκολεύονται να ασχοληθούν με τη φροντίδα του βρέφους, νιώθουν άγχος ή θυμό όταν τα παιδιά τους παρουσιάζουν συμπεριφορές προσκόλλησης. Δεν μπορούν να αντέξουν το γεγονός ότι το βρέφος είναι εξαρτημένο από αυτούς, ευάλωτο, έχει ανάγκες και συναισθηματικές απαιτήσεις από τους γονείς τους. Έτσι αυτό που κάνουν είναι να απομακρύνονται συναισθηματικά από αυτό χωρίς να προσπαθούν να κατανοήσουν την αναστατωμένη ψυχική και νοητική του κατάσταση ώστε να το βοηθήσουν να ηρεμήσει . Ο τρόπος προσαρμογής των βρεφών σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι να υποβαθμίζουν και να καταστέλλουν τα συναισθήματα ανάγκης που έχουν προς τους γονείς.

3. Αμφίθυμη προσκόλληση

Σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν γονείς που είναι υπέρ-απασχολημένοι με δικά τους εσωτερικά θέματα, ανάγκες και ανησυχίες που δεν τους αφήνουν να ασχοληθούν επαρκώς με αυτά του παιδιού τους. Οι γονείς αυτοί διακατέχονται συχνά από έναν φόβο συναισθηματικής εγκατάλειψης και αδιαφορίας από τους άλλους. Βρίσκονται συνεχώς σε μια αγχώδη, συνεχή ανάγκη να γνωρίζουν τί νιώθουν και τί σκέπτονται οι άλλοι για αυτούς, με αποτέλεσμα να υπέρ-απαιτούν από τους άλλους να τους δείχνουν με λόγια ή με πράξεις την αγάπη τους, γιατί φοβούνται μήπως δεν είναι αρεστοί και εγκαταλειφθούν.

Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στην σχέση με το παιδί τους κάνοντας το να σκέφτεται πως υπάρχει μικρή σχέση ανάμεσα στην συμπεριφορά του προς το γονιό και στο αν ο γονιός του θα ανταποκριθεί στις ανάγκες του και αν το κάνει, τελικά, τί είδους ανταπόκριση θα έχει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να θεωρεί πως ο γονιός του είναι ασυνεπής, άστατος και αντιφατικός.

Ο γονιός είναι απασχολημένος με το αν το παιδί τον αγαπάει και τον εκτιμά και έτσι δεν προσπαθεί να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού ούτε φυσικά να προσέξει και να αντιληφθεί τις συμπεριφορές προσκόλλησης του. Έτσι σε μια προσπάθεια του παιδιού να αυξήσει την προσοχή του γονιού υπέρ-ενεργοποιεί τις συμπεριφορές προσκόλλησης, αυξάνοντας την ένταση της δυσφορίας που βιώνει.

4. Αποδιοργανωμένη προσκόλληση

Σε αυτή τη κατηγορία ο γονιός είναι σχεδόν απών. Δεν έχει καμία συνέπεια στο τρόπο και τη συχνότητα που εμφανίζεται και η εμφάνισή του μπορεί να είναι απειλητική για το παιδί. Ο γονιός αποτελεί πηγή φόβου και άγχους και το βρέφος βιώνει μια κατάσταση αβεβαιότητας και τρόμου.

Και στους 3 αυτούς τύπους της ανασφαλούς προσκόλλησης, τα παιδιά νιώθουν ότι οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν για να προσελκύσουν τους γονείς τους (π.χ. κλάμα) δεν είναι αποτελεσματικές και οι γονείς δεν ανταποκρίνονται σε καταστάσεις άγχους. Γι’ αυτό το λόγο προσπαθούν να βρουν άλλους τρόπους συμπεριφοράς για να προξενήσουν το ενδιαφέρον και τη προστασίατων γονιών. Αυτή η διαδικασία έχει μεγάλο αναπτυξιακό κόστος για το παιδί, καθώς στη προσπάθειά του να βρει εναλλακτικούς τρόπους για να εγείρει το γονεικό ενδιαφέρον, συχνά διαστρεβλώνει την εικόνα του εαυτού του, των αναγκών του καθώς και την εικόνα των άλλων.

Αν επιθυμούμε, λοιπόν, τα παιδιά μας να αναπτυχθούν υγιώς, ας τους δώσουμε την ευκαιρία να αναπτύξουν μαζί μας, μια ασφαλή προσκόλληση.

Κατερίνα Κ. Κοροβήλου

Ψυχολόγος

Καταχώρηση Μηνύματος

Η ηλεκτρονική σας διεύθυνση δε θα εμφανίζεται.


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.