H ανάπτυξη και εξέλιξη του ανθρώπου συνοδεύεται από «μεταβάσεις» που αποτελούν υγιείς και απαραίτητες φάσεις. Γίνονται όμως δύσκολες και πιο αγχογόνες όταν βιώνονται στην προσχολική ηλικία. Απ’ τις ποικίλες αυτές «μεταβάσεις», επιλέξαμε να ασχοληθούμε με αυτή που αφορά τη φοίτηση του παιδιού στον Παιδικό Σταθμό.
Το πρόβλημα της μετάβασης, συχνά,αγνοείται και ακόμα περισσότερο, παρερμηνεύεται, συγκαλύπτεται και υποεκτιμάται. Πολύ συχνά, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα ποσοστό παιδιών με την ένταξή τους στην επόμενη τάξη, παρερμηνεύονται ως νευρικότητα αρχαρίων, μαθησιακές δυσκολίες, κ.ά.
Επιστρέφοντας από τις διακοπές, τα πρωτάκια είναι συνήθως ενθουσιασμένα με την ιδέα του σχολείου, παρόλο που δεν έχουν πλήρη συνείδηση της μετάβασης που κάνουν. Το ξεκίνημα του σχολείου οδηγεί τα παιδιά όλων των ηλικιών σε μια καινούρια πραγματικότητα. Πρέπει το καθένα να αντιμετωπίσει τον αποχωρισμό από τους γονείς και την προσαρμογή σε ένα νέο πλαίσιο, την κοινωνικοποίηση στην τάξη, τις σχολικές δυσκολίες και την επαφή του με τους συνομιλήκους του, τους δασκάλους και τους καθηγητές του.
Πότε αυξάνεται η δυσκολία της μετάβασης;
- όσο μικρότερη είναι η ηλικία των παιδιών κατά την περίοδο που συμβαίνουν τέτοιου είδους αλλαγές και
- όσο λιγότερο προετοιμασμένα είναι τα παιδιά γι’ αυτές.
Το άγχος της μετάβασης:
Πολλά παιδιά προσαρμόζονται ομαλά ενώ ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών δεν μπορεί να διαχειριστεί ικανοποιητικά ούτε να αξιοποιήσει δημιουργικά τις νέες απαιτήσεις και προκλήσεις, με αποτέλεσμα να βιώνει αρνητικές εμπειρίες και άγχος. Τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες, όπως απροθυμία ή άρνηση στο να πάνε σχολείο,διαταραχή στον ύπνο, πόνους στο στομάχι ή ξεσπάσματα θυμού. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να είναι εκδηλώσεις που οφείλονται στα άγχος εξαιτίας της προσπάθειας που κάνουν, ώστε να αντιμετωπίσουν την καινούρια πρόκληση στη ζωή τους και να προσαρμοστούν στις νέες σχολικές απαιτήσεις.
Τέτοιες αντιδράσεις δημιουργούν εύλογα προβληματισμό και ανησυχία στους δασκάλους και τους γονείς. Σε κάθε περίπτωση, όταν οι δάσκαλοι παρατηρήσουν κάποια συμπεριφορά του μαθητή στο σχολείο που τους ανησυχεί, πρέπει να έρθουν σε επαφή με τους γονείς των παιδιών ή ακόμα και με ειδικό ψυχικής υγείας.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς:
οι γονείς θα πρέπει να έρθουμε πρώτα αντιμέτωποι με τα δικά μας συναισθήματα που συνήθως είναι αγωνία, άγχος και φόβος για το πώς το παιδί μας θα ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις. Τα συναισθήματα αυτά αντανακλούν στα λόγια και τις πράξεις μας και επομένως επηρεάζουν σημαντικά το παιδί μας. Πολλές φορές οι γονείς προσπαθώντας να προετοιμάσουν το παιδί για τις νέες αλλαγές καταλήγουν σε υπερβολικές δηλώσεις που όμως δημιουργούν αρνητικό κλίμα.
Για παράδειγμα: «Φέτος τέρμα αυτά που ήξερες, ούτε τηλεόραση, ούτε παιχνίδι. Φέτος άλλαξαν τα πράγματα, θα έχεις διάβασμα και υποχρεώσεις». Όλα αυτά και άλλα παρόμοια σχόλια προκύπτουν από την απολύτως φυσιολογική αγωνία των γονέων, όμως σίγουρα δε βοηθάνε το παιδί να δει τη νέα χρονιά με μεγάλη αισιοδοξία. Θα πρέπει λοιπόν ναπροσέχουμε τι λέμε μπροστά στο παιδί και τι μηνύματα περνάνε με αυτά που λέμε.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού:
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι ιδιαίτερα σημαντικός σ’ αυτήν την φάση, καθώς χρειάζεται να δείχνουν την διαθεσιμότητα τους στους μαθητές και να συζητούν μαζί τους τις ανησυχίες τους. Οι ίδιοι αισθάνονται ότι έχουν αυξημένες ευθύνες για την ομαλή προσαρμογή των μαθητών τους στο νέο σχολικό περιβάλλον και φροντίζουν με διάφορους τρόπους να τους την εξασφαλίσουν. Προετοιμάζουν τους μαθητές τους τόσο γνωστικάόσο και (κυρίως) συναισθηματικά.
Πως να προετοιμάσουμε το παιδί;
Θα πρέπει να προετοιμάσουμε το παιδί μας για τα νέα δεδομένα,χωρίς υπερβολές και χωρίς να μεταφέρουμε τις δικές μας αγωνίες.
Για παράδειγμα:
«Φέτος θα είναι διαφορετικά τα πράγματα από πέρυσι, αλλά θα μάθεις πολλά καινούρια πράγματα και θα είμαι πολύ περήφανη/ος για σένα. Και αν σε κάτι χρειάζεσαι βοήθεια εγώ μπορώ να σε βοηθάω».
Επίσης μπορεί να εξηγήσουμε στο παιδί πώς θα πρέπει να φέρεται στην τάξη (π.χ. να προσέχει τη δασκάλα, να ακολουθεί τις οδηγίες της, σημειώνει τις ασκήσεις κτλ.) και τι θα απαιτείται από εκείνο στο σπίτι(να γράψει τις ασκησούλες, να διαβάσει γράμματα και λεξούλες, να κάνει κάποια φωτοτυπία κτλ.).
Ακόμα, μπορεί να αναφερθούμε σε πιθανές δυσκολίες που ίσως υπάρξουν, δίνοντας πάντα θετική προοπτική.
Για παράδειγμα:
«Κάποιες ασκήσεις μπορεί να είναι δύσκολες και να πρέπει να προσπαθήσεις πιο πολύ από ότι σε άλλες, αλλά εσύ θα βάλεις τα δυνατά σου, αν χρειαστεί θα σε βοηθήσω κι εγώ, και στο τέλος θα τα καταφέρεις».
Είναι πολύ σημαντικό να . . .
περάσουμε από την αρχή το μήνυμα ότι το σχολείο είναι υπόθεση του παιδιού και να ενθαρρύνουμε με κάθε ευκαιρία την αυτονομία και την πρωτοβουλία. Μερικές φορές οι γονείς αισθανόμαστε ότι οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγάλες και ότι το μικρό μας δεν μπορεί να ανταποκριθεί και γι’ αυτό σπεύδουμε να αναλάβουμε εμείς μεγάλο μέρος του ρόλου του μαθητή (τηλεφωνούμε για να μάθουμε τις ασκήσεις, ετοιμάζουμε την τσάντα, σβήνουμε τις κακογραφίες κτλ.).
Μ’ αυτόν τον τρόπο περνάμε το μήνυμα στο παιδί ότι οι σχολικές υποχρεώσεις δεν είναι εξ ολοκλήρου δικές του. Εκείνο λοιπόν που θα πρέπει να κάνουμε είναι να υποστηρίξουμε το παιδί μας, όσο και όπου χρειάζεται, με απώτερο στόχο να είναι το ίδιο υπεύθυνο για τα σχολικά θέματα.
Επίσης, είναι σημαντικό να καθιερώσουμε ένα καθημερινό πρόγραμμα μελέτης. Στη διαμόρφωση του προγράμματος αυτού θα πρέπει να εμπλέξουμε και το παιδί, έτσι ώστε να αισθάνεται ότι είναι το δικό του πρόγραμμα.
Για παράδειγμα, να συζητήσουμε αν θέλει να κοιμάται και μετά να διαβάζει ή αν θέλει να διαβάσει και μετά να δει τηλεόραση κτλ.
Εφόσον συναποφασιστεί το πρόγραμμα θα πρέπει να το αναρτήσουμε σε εμφανές μέρος και να το έχουμε ως σημείο αναφοράς, υπενθυμίζοντας στο παιδί τι ώρα είναι και τι λέει το πρόγραμμα να κάνει αυτή την ώρα. Κάθε φορά που το παιδί ακολουθεί το πρόγραμμα του αναγνωρίζουμε και επιβραβεύουμε την προσπάθεια αυτή και το ενθαρρύνουμε να συνεχίσει.
Στις περιπτώσεις που δυσκολεύεται να το τηρήσει, το ενθαρρύνουμε ναπροσπαθήσει την επόμενη μέρα. Μπορούμε, επίσης, να έχουμε και κάποια ανταμοιβή για την τήρηση του προγράμματος (π.χ. να παίξουμε μαζί ένα παιχνίδι, να δει κάτι που του αρέσει).
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το πρόγραμμα και η δομή γενικότερα, βοηθάει τόσο το παιδί όσο κι εμάς τους γονείς, καθώς επίσης σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγουμε τις συγκρούσεις.
Τέλος, να μην ξεχνάμε την επιβράβευση . . .
Oι γονείς δε θα πρέπει να αμελούν να αναγνωρίζουν οτιδήποτε το παιδί καταφέρνει καλά, να επιβραβεύουν οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη επιτυχία του και να δείχνουν την πίστη τους ότι μπορεί να τα καταφέρει. Μ’ αυτό τον τρόπο θα αναθρέψουμε παιδιά με υγιές και δυνατό αυτοσυναίσθημα που τίποτα δε θα τα εμποδίσει να ανοίξουν τα φτερά του και να πετάξουν ψηλά όσα εμπόδια κι αν συναντήσουν στη ζωή τους.
Κωστόπουλος Παναγιώτης
Ψυχολόγος
Υποψήφιος Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Επιστημονικός Υπεύθυνος εταιρείας
Αμφιάραος Παιδί & Οικογένεια Ε.Π.Ε.
Καταχώρηση Μηνύματος