Τα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά τον όρο υπερκινητικότητα, ο οποίος μπαίνει σαν «ταμπέλα» σε πολλά παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας. Είναι όμως έτσι; Όντως έχει αυξηθεί ο αριθμός των παιδιών που πάσχουν από το σύνδρομο «Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα» (ΔΕΠ-Υ) ή είναι περισσότερο μόδα της εποχής;
Η ενεργητικότητα και η αυξημένη κινητική δραστηριότητα αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των παιδιών, ιδιαίτερα κατά την προσχολική ηλικία. Στην προσπάθειά τους να εξερευνήσουν το περιβάλλον και να ανταποκριθούν στην πλειάδα των ερεθισμάτων που δέχονται, συχνά τα παιδιά μεταπηδούν από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, είναι ζωηρά και συμπεριφέρονται με παρορμητικότητα και ανυπομονησία.
Υπάρχουν και ορισμένα παιδιά, ωστόσο, που παρουσιάζουν ενεργητικότητα και κινητική δραστηριότητα σε υπερβολικό βαθμό, σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους. Η ικανότητα αυτών των παιδιών να διατηρούν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στη δραστηριότητα με την οποία ασχολούνται και να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται, είναι εξαιρετικά μειωμένη. Επιπλέον η παρορμητική τους συμπεριφορά αποκλίνει σημαντικά σε ένταση και συχνότητα από παρόμοιες μορφές συμπεριφοράς των συνομηλίκων τους. Αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν εν δυνάμει να πάσχουν από ΔΕΠ-Υ.
Αρχικά θα δούμε τι είναι το σύνδρομο «Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα» (ΔΕΠ-Υ): Τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι η εκδήλωση συμπτωμάτων απροσεξίας και/ ή παρορμητικότητας – υπερκινητικότητας, σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία τους, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν περιορισμένες ικανότητες για συγκέντρωση της προσοχής τους, αναστολή των παρορμήσεών τους και ρύθμιση της συμπεριφοράς τους σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες (Barkley, 1990).
Διαγνωστικά κριτήρια
Πιο συγκεκριμένα για να χαρακτηρίσουμε ένα παιδί ως Υπερκινητικό θα πρέπει να πλήρη τουλάχιστον 6 (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα συμπτώματα απροσεξίας, τα οποία θα πρέπει να έχουν επιμείνει για τουλάχιστον 6 μήνες, σε βαθμό δυσπροσαρμοστικό και ασυνεπή σε σχέση με το αναπτυξιακό του επίπεδο:
- Συχνά αποτυγχάνει να συγκεντρώσει την προσοχή σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στις σχολικές εργασίες, τη δουλειά ή άλλες δραστηριότητες.
- Συχνά δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή σε έργα ή δραστηριότητες παιχνιδιού.
- Συχνά φαίνεται να μην ακούει όταν του απευθύνεται ο λόγος.
- Συχνά δεν ακολουθεί μέχρι τέλους οδηγίες και αποτυγχάνει να διεκπεραιώσει σχολικές εργασίες ή άλλα καθήκοντα που του ανατίθενται στην τάξη ή το σπίτι.
- Συχνά δυσκολεύεται να οργανώσει δουλειές και δραστηριότητες.
- Συχνά αποφεύγει, αποστρέφεται ή δείχνει απροθυμία να εμπλακεί σε έργα που απαιτούν σταθερή και διαρκή πνευματική προσπάθεια (π.χ. κάποια σχολική εργασία).
- Συχνά χάνει αντικείμενα απαραίτητα για εργασίες ή δραστηριότητες (π.χ. παιχνίδια, σχολικές εργασίες που έχουν δοθεί για το σπίτι, μολύβια κ.τ.λ.)
- Συχνά η προσοχή του διασπάται εύκολα από τα εξωτερικά ερεθίσματα.
- Συχνά ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες.
Απαραίτητη η σωστή διάγνωση
Προκειμένου ο ειδικός – αρχικά ο παιδίατρος και στη συνέχεια ο παιδοψυχίατρος ή ο παιδοψυχολόγος – να καταλήξει στο εάν το παιδί πάσχει ή όχι από το Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, θα πρέπει:
- Να πάρει λεπτομερές ιατρικό ιστορικό του παιδιού.
- Να συνθέσει πληροφορίες που προέρχονται από τους γονείς και τους δασκάλους του.
- Να εξακριβώσει αν τα συγκεκριμένα συμπτώματα μπορεί να οφείλονται σε άλλα προβλήματα όπως: επιληψία, διαταραχές λόγου (δυσαρθρία, τραυλισµός) ή αυτισµό.
- Να «χτίσει» µια καλή προσωπική επικοινωνία µε το παιδί.
- Να εξετάσει, αν το παιδί παρουσιάζει τα συμπτώματα του συνδρόµου ΔΕΠ-Υ, µε βάση τα καθορισμένα διαγνωστικά κριτήρια.
Πού οφείλεται το σύνδρομο;
Μέχρι και σήμερα δεν έχουν αποσαφηνιστεί οι ακριβείς αιτίες του Συνδρόµου Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας. Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή (οι νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου δεν µμεταβιβάζουν μηνύματα από το ένα κύτταρο στο άλλο, µε αποτέλεσμα το παιδί να µην μπορεί να ελέγξει τις παρορµήσεις του, να έχει προβλήματα συγκέντρωσης και να είναι υπερκινητικό). Άλλοι ειδικοί θεωρούν ότι προκαλείται από ψυχολογικούς παράγοντες. Δηλαδή, μπορεί κάποιος να σωµατικοποιεί άσχημα συναισθήματα, επειδή έχει βιώσει δυσάρεστες εμπειρίες (ασθένεια, χωρισμό κ.τ.λ.) ή γενικά νιώθει πολύ άγχος και εκδηλώνεται µε νευρικότητα. Υπάρχει, όμως, και η άποψη ότι το σύνδρομο είναι αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων που μπορεί και να διαφέρουν κατά περίπτωση. Έχει πάντως παρατηρηθεί ότι το σύνδρομο έχει και κληρονομική βάση. Όταν, δηλαδή, ο ένας γονέας πάσχει από το σύνδρομο, το παιδί έχει περισσότερες πιθανότητες να το εμφανίσει και αυτό.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Θα πρέπει να απευθυνθείτε σε παιδο-ψυχίατρο ή παιδοψυχολόγο, ο οποίος θα σας ενημερώσει για τη φύση του προβλήματος. Επιπλέον, θα σας κατευθύνει (συμβουλευτική γονέων), ώστε να βοηθήσετε το παιδί σας να λειτουργεί καλύτερα και να γίνει πιο υπεύθυνο. Επίσης, θα εκπαιδεύσει το παιδί, προκειμένου να αποκτήσει την αίσθηση του μέτρου και της οργάνωσης και να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του προς το καλύτερο.
Πότε πρέπει να πάρει φάρμακο;
Μόνο όταν το παιδί αντιμετωπίζει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Δηλαδή, όταν εμφανίζει συμπτώματα όπως: συνεχείς κρίσεις πανικού, έντονη νευρικότητα, κατάθλιψη, τα οποία δεν υποχωρούν αισθητά και επιπλέον δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητά του, παρά το γεγονός ότι τόσο εκείνο όσο και οι γονείς του παρακολουθούνται από ειδικό.
Λύνεται ριζικά το πρόβλημα;
Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι λάθος να βλέπουμε την υπερκικνητικότητα ως σοβαρή διαταραχή και να θεωρούμε το παιδί μας προβληματικό.
Τις περισσότερες φορές η υπερκινητικότητα που αντιμετωπίζει το παιδί μας είναι ήπιας μορφής και μπορούν εύκολα να μετριαστούν τα συμπτώματά της, αν τροποποιήσουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το παιδί μας καθημερινά, καθώς και το είδος των απαιτήσεων που έχουμε από αυτό.
Ένα υπερκινητικό παιδί θέλει απλώς λίγο διαφορετικούς ρυθμούς καιελαστικότερα όρια ανοχής από τους γονείς του καθώς, δεν είναι ότι δεν θέλει να συμμορφωθεί στους κανόνες μας, αλλά κυρίως ότι δεν μπορεί. Για παράδειγμα ένα τέτοιο παιδί δε μπορεί να καθίσει στο γραφείο του και να μελετήσει για το σχολείο του 2 συνεχόμενες ώρες. Μπορεί, όμως, να μελετήσει (χωρίς καυγάδες και εντάσεις) κάνοντας πεντάλεπτα διαλειμματα ανά 20-25 λεπτά μελέτης. Όταν, δηλαδή, πρόκειται για μια σχετικά ήπια περίπτωση (όπως είναι το 97% των περιπτώσεων-παιδιών που χαρακτηρίζονται ως υπερκινητικά), µε την κατάλληλη καθοδήγηση από κάποιον ειδικό και τη βοήθεια της οικογένειας, τα συμπτώματα θα υποχωρήσουν σημαντικά και το παιδί θα μάθει να λειτουργεί καλύτερα και να διαχειρίζεται τις αδυναμίες και τα προβλήματά του αποτελεσματικότερα. Σκοπός δεν είναι να κάνουμε το παιδί μας να σταματήσει να είναι υπερκινητικό αλλά να το βοηθήσουμε με αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, να γίνει λειτουργικό και προσαρμοστικό στην καθημερινότητά του.
Κωστόπουλος Παναγιώτης
Ψυχολόγος Υποψήφιος
Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Επιστημονικός Διευθυντής εταιρείας Αμφιάραος Παιδί & Οικογένεια Ε.Π.Ε.
Καταχώρηση Μηνύματος