ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΟΝΕΑ
Ο ρόλος του γονέα είναι από τη φύση του ένας δύσκολος ρόλος για τον οποίο κανένας δεν είναι απόλυτα προετοιμασμένος και αναμφισβήτητα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και δυσκολότερους ρόλους που μπορεί κανείς να αναλάβει στη ζωή του. Οι γονείς καλούνται να αναλάβουν ένα βρέφος που είναι ολοκληρωτικά εξαρτημένο από αυτούς τόσο σωματικά όσο και ψυχικά και να το αναθρέψουν, ώστε να γίνει ένας παραγωγικός, συνεργάσιμος πολίτης.
Μέσα στο δύσκολο αυτό ρόλο, οι γονείς συχνά προσπαθούν με διάφορους τρόπους να διαχειριστούν την ανατροφή του νέου μέλους. Συχνά οι τρόποι αυτοί μπορεί να αποδειχτούν αναποτελεσματικοί, καθώς οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν σωστά σε αυτό. Συνήθεις τακτικές όπως η αυστηρή τιμωρία, πολλές φορές ακόμα και σωματική, προκαλεί στο παιδί φόβο και αναπαράγει συχνά μια αντίδραση ίδια με αυτή που προκλήθηκε από τον γονέα. Επίσης συχνά οι γονείς μπορεί να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες μεθόδους με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι γονείς τους σε αυτούς, που όμως δεν φαίνονται να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές, καθώς δεν συμβαδίζουν με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται ένα παιδί σήμερα.
Κάτι που επίσης παρατηρείται συχνά είναι όταν κάποιος γίνεται γονιός είναι σαν να « ξεχνά» το χαρακτήρα του, τις ιδιαιτερότητές του, το γεγονός ότι μπορεί και εκείνος να κάνει λάθη και να έχει αδυναμίες και προσπαθεί να υιοθετήσει το ρόλο ενός « τέλειου» γονέα που σε όλα θα είναι σωστός. Αυτή η παραδοξότητα συχνά γίνεται αντιληπτή από το παιδί με αποτέλεσμα ο γονέας να βιώνεται συχνά ως ένα πρόσωπο που βάζει μόνο κανόνες και όρια χωρίς να υπάρχει περιθώριο λάθους σε αυτό που πρέπει να γίνει.
Υπάρχουν δύο βασικές αρχές που μπορούν να βοηθήσουν το γονέα να επικοινωνήσει πιο αποτελεσματικά με το παιδί του: Η πρώτη αφορά το να μάθει ένα γονιός να ακούει και να αποδέχεται το παιδί του και η άλλη το πώς θα μάθει να μιλάει στο παιδί του.
Μαθαίνω να ακούω και να αποδέχομαι
Οι γονείς πολύ συχνά αναφέρουν στη καθημερινότητα τους ποια είναι αυτά τα στοιχεία που δεν αποδέχονται στη συμπεριφορά του παιδιού τους και λιγότερο συχνά αναφέρονται σε αυτά που αποδέχονται. Αυτό γίνεται γιατί συχνά οι γονείς πιστεύουν ότι αν μιλήσουν περισσότερο για όλα όσα είναι αποδεκτά- καλά στο παιδιού τους, τότε το παιδί θα επαναπαυτεί και πιο δύσκολα θα αλλάξει όλα όσα εκείνοι δεν αποδέχονται.
Το παιδί όμως χρειάζεται να αναγνωρίσει στα λόγια και στη στάση των γονιών αυτά που μπορεί να καταφέρει και αυτά που καταφέρνει ήδη για να μπορέσει να τα αποδεχτεί και το ίδιο και να τα κάνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Η στάση του σώματος, ένα χαμόγελο, η αποφυγή μιας απότομης χειρονομίας προς το παιδί ακόμα και το να προσπαθήσει κανείς παθητικά χωρίς παρεμβάσεις να ακούσει ένα παιδί μπορεί να αποτελέσει έναυσμα πρόσφορο για να το βοηθήσει να εκφραστεί πιο εύκολα. Τότε το παιδί θα αναγνωρίσει και θα κατανοήσει πως ο λόγος του, οι πράξεις του αλλά και το ίδιο ως άτομο είναι αποδεκτό και σημαντικό για τους γονείς του.
Ένας άλλος τρόπος αποδοχής, πολύ σημαντικός αλλά ταυτόχρονα και πολύ δύσκολος για τους γονείς είναι η μη παρέμβαση στις δραστηριότητες του παιδιού. Παράδειγμα: Ένα μικρό παιδί που προσπαθεί να κάνει μια κατασκευή. Ο γονέας που παραμένει μακριά από το παιδί και ασχολείται με τη δική του δραστηριότητα, επιτρέποντας στο παιδί του να κάνει «λάθη» ή να δημιουργήσει το δικό του μοναδικό κάστρο με τον τρόπο που το ίδιο επιθυμεί.
Μαθαίνω να μιλάω
Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός οτι η ομιλία είναι απαραίτητη. Ο τρόπος όμως με τον οποίο μιλάνε οι γονείς στα παιδιά τους είναι το πιο βασικό σημείο από όλα. Ο κάθε γονιός λοιπόν θα πρέπει να μελετήσει πολύ προσεκτικά το τρόπο με τον οποίο επιλέγει να μιλήσει στο παιδί του γιατί εκεί κρύβεται το κλειδί της αποτελεσματικότητας στην επικοινωνία του κάθε γονέα και στο κατά πόσο αυτή έχει κάποια επίδραση στη ζωή και στο χαρακτήρα του παιδιού. Παράδειγμα: Όταν το παιδί σας λέει « Δεν μπορώ να υποφέρω το σχολείο ή οτιδήποτε σχετικό με το σχολείο» και εσείς αντιδράτε λέγοντας: «Α, όλοι μας νιώσαμε έτσι για το σχολείο κάποια στιγμή, θα το ξεπεράσεις» που μοιάζει να είναι μια αντίδραση απόλυτα υποστηρικτική προς το παιδί το παιδί μπορεί να λάβει και άλλα πρόσθετα μηνύματα όπως «Δεν θεωρείς τα συναισθήματά μου πολύ σημαντικά», «Δεν μπορείς να με αποδεχθείς αν αισθάνομαι όπως αισθάνομαι», «Δεν με παίρνεις πολύ στα σοβαρά», «Δε φαίνεται να νοιάζεσαι για το πως αισθάνομαι».
Κάθε στοιχείο της επικοινωνίας του γονέα προς το παιδί είναι και ένας τρόπος να κατανοήσει καλύτερα το παιδί την εικόνα που έχουν οι γονείς του για το ίδιο και ίσως αργότερα την εικόνα που θα έχει το ίδιο το παιδί για τον εαυτό του. Γι΄ αυτό και όσα λέγονται έχουν τόσο σημαντική επίδραση τόσο στη ψυχική διάθεση όσο και στο χτίσιμο της προσωπικότητας ενός παιδιού.
Κοροβήλου Αικατερίνη
Παιδοψυχολόγος, Msc
Καταχώρηση Μηνύματος